- σπούδασμα
- σπούδασμα, το και σπούδαγμα, τοπαρακολούθηση μαθημάτων, σπουδή: Δεν είναι εύκολο το σπούδασμα όλων των παιδιών του.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
σπούδασμα — thing neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπούδασμα — το, ΝΜΑ, και σπούδαγμα και σπούδαμα, Ν [σπουδάζω] καθετί που υπήρξε αντικείμενο ή δημιούργημα σπουδής, προσεκτικής μελέτης και προσπάθειας (α. «και μαθαίνει γράμματα, γράμματα σπουδάματα» β. «ἐξιστάμενος τῶν ἀνθρωπίνων σπουδαγμάτων», Πλάτ.)… … Dictionary of Greek
σπουδασμάτοιν — σπούδασμα thing neut gen/dat dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπουδασμάτων — σπούδασμα thing neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπουδάσμασι — σπούδασμα thing neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπουδάσμασιν — σπούδασμα thing neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπουδάσματα — σπούδασμα thing neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπουδάσματι — σπούδασμα thing neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπουδάσματος — σπούδασμα thing neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
тщание — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;} сущ. (греч. σπουδή) старание, ревность; поспешность; усердие,… … Словарь церковнославянского языка